σολιάζω

σολιάζω
σολιάζω, σόλιασα βλ. πίν. 35

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σολιάζω — Ν [σόλα] βάζω σε υποδήματα νέες σόλες …   Dictionary of Greek

  • σολιάζω — σόλιασα, σολιάστηκα, σολιασμένος, περνώ σόλες στα παπούτσια: Έδωσε τα παλιά της παπούτσια στον τσαγκάρη να τα σολιάσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σόλιασμα — το, Ν [σολιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σολιάζω …   Dictionary of Greek

  • καλιγώνω — και καλιβώνω (Μ καλιγώνω και καλικώνω) [καλίγι(ον)] πεταλώνω υποζύγια, προσαρμόζω και καρφώνω πέταλο στην οπλή τους νεοελλ. 1. φρ. «καλιγώνει τον ψύλλο» για ανθρώπους ευφυέστατους και πονηρούς που μπορούν να κατορθώσουν και τα ακατόρθωτα 2.… …   Dictionary of Greek

  • κασσύω — και αττ. τ. καττύω (Α) 1. συρράπτω δέρματα όπως ο υποδηματοποιός 2. ράβω σόλα σε υπόδημα, σολιάζω 3. μτφ. σχεδιάζω δόλια πράξη, μηχανώμαι κακά 4. μέσ. κασσύομαι συνθέτομαι, σχεδιάζομαι («οἶδ ἐγὼ τὸ πρᾱγμα τοῡθ ὅθεν πάλαι καττύεται» γνωρίζω εγώ… …   Dictionary of Greek

  • νεοκάττυτος — νεοκάττυτος, ον (Α) (για τα υποδήματα) αυτός που επισκευάστηκε πρόσφατα με την προσθήκη καινούργιας σόλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κάττυτος (< κασσύω / καττύω «σολιάζω»)] …   Dictionary of Greek

  • συγκαττύω — Α 1. (για υποδηματοποιούς, σελοποιούς κ.ά. τεχνίτες) συρράπτω («θώραξ ἐκ δερμάτων συγκεκαττυμένος», Λουκιαν.) 2. μτφ. μηχανεύομαι, επινοώ («ψεύσματα συγκαττύειν» το να μηχανεύεται κάποιος ψέματα, Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καττύω «συρράπτω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”